ἀδύναμοι

ἀδύναμοι
ἀδύναμος
weak
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κλοτσώ — (Μ κλοτσῶ, άω) [κλότσος] χτυπώ κάποιον ή κάτι με το πόδι μου, δίνω κλοτσιά σε κάποιον ή σε κάτι, λακτίζω («ήταν τόσο εξαγριωμένος ώστε άρχισε να κλοτσάει ό,τι έβρισκε μπροστά του») νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια να δίνω κλοτσιές («αυτό το άλογο δεν… …   Dictionary of Greek

  • μπάκακας — και μπάμπακας, ο 1. βάτραχος 2. παροιμ. «εκάκιωσεν ο μπάκακας κι η λίμνη δεν τό ξέρει» λέγεται για όσους θορυβούν και απειλούν μάταια ενώ είναι εντελώς ανίσχυροι και αδύναμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάβακας (Ησύχ.), ηχομιμητική λ. από τη φωνή τού βατράχου …   Dictionary of Greek

  • πλαγκτόν — το, Ν βιολ. το σύνολο τών υδρόβιων οργανισμών, τόσο τής θάλασσας όσο και τών γλυκών νερών, οι οποίοι επειδή δεν μετακινούνται ενεργητικά ή είναι πολύ μικροί ή πολύ αδύναμοι για να κολυμπήσουν ενάντια στο ρεύμα, απλώς επιπλέουν και παρασύρονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”